ὡραιοκόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A studying dress or decoration, Suid.
German (Pape)
[Seite 1413] fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὡραιοκόμος: -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].