αγνεία

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

Greek Monolingual

η (Α ἁγνεία) ἀγνεύω
καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία
μσν.
αγαμία
αρχ.
1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων
2. στον πληθ. αἱ ἁγνεῑαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.