αδιαπέραστος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
-η, -ο διαπερνώ
1. αυτός που δεν τον διαπέρασε ή δεν μπορεί να τον διαπεράσει κανείς, αδιάβατος
2. αδιάτρητος
3. στεγανός
4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός·