αδιαπέραστος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-η, -ο διαπερνώ
1. αυτός που δεν τον διαπέρασε ή δεν μπορεί να τον διαπεράσει κανείς, αδιάβατος
2. αδιάτρητος
3. στεγανός
4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός·