αδικοκρατώ
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
(-άω και -έω)
κατακρατώ κάτι άδικα, παράνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο- + κρατώ.
ΠΑΡ. αδικοκρατία].