αδικοκρατώ

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

(-άω και -έω)
κατακρατώ κάτι άδικα, παράνομα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + κρατώ.
ΠΑΡ. αδικοκρατία].