ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
η
1. μίσος, έχθρα μεταξύ αδελφών ή στενών φίλων
2. πόλεμος μεταξύ ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + -μαχία < -μάχος < μάχομαι.