επικεφαλίδα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπικεφαλίς)
νεοελλ.
1. λέξη ή φράση που είναι γραμμένη στο πάνω μέρος χαρτιού, φακέλου ή εντύπου
2. λέξη ή φράση που αναγράφεται στην αρχή ενός κειμένου και αναφέρεται στο περιεχόμενο
αρχ.
το επιστέγασμα ξύλινου συγκροτήματος ή πολιορκητικής μηχανής, το κεφαλάρι, το πανωκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεφαλίς (υποκοριστικό του κεφαλή). Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών].