ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
ἐπισινής, -ές (Α)1. ο εκτεθειμένος σε βλάβη («ὅπoυ μὴ ὄρνισιν ἢ ἄλλοις θηρίοις ἐπισινὴς ἡ χώρα», Θεόφρ.)2. αυτός που υπέστη βλάβη3. ενεργ. βλαβερός4. ασθενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σινής (< σίνος «βλάβη»)].