επισινής

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

ἐπισινής, -ές (Α)
1. ο εκτεθειμένος σε βλάβη («ὅπoυ μὴ ὄρνισιν ἢ ἄλλοις θηρίοις ἐπισινὴς ἡ χώρα», Θεόφρ.)
2. αυτός που υπέστη βλάβη
3. ενεργ. βλαβερός
4. ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σινής (< σίνος «βλάβη»)].