τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
ἔντοπος, -ον (Α)1. αυτός που ζει σ' έναν τόπο ή κοντά σ' έναν τόπο2. ξένος που βρίσκεται σ' έναν τόπο3. ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος.