έντοπος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

ἔντοπος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει σ' έναν τόπο ή κοντά σ' έναν τόπο
2. ξένος που βρίσκεται σ' έναν τόπο
3. ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος.