επινοητικός

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπινοητικός, -ή, -όν) επινοώ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος
αρχ.
(για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου.
επίρρ...
επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς)
κατ’ επινόηση, εφευρετικά.