επηετανός
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
Greek Monolingual
ἐπηετανός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο
2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.)
3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα
4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν
άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί)-ετ-ανός, όπου το -ετ- πιθ. < (F)έτ-ος «έτος, χρόνος», ενώ το -η- προήλθε αναλογικά όπως στο επήβολος. Το επίθημα -αν-ός όπως στο σητ-άν-ιος «φετεινός»].