επιθεραπεύω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
ἐπιθεραπεύω (AM)
εφορμόζω νέα, πρόσθετη θεραπεία
αρχ.
1. εργάζομαι με ζήλο για έναν σκοπό («τὴν ἑαυτοῦ κάθοδον ἐς τήν πατρίδα ἐπιθεραπεύων», Θουκ.)
2. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον.