εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
ἑρμάζω (Α) έρμα1. στηρίζω, στερεώνω2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαιἐλαφρῶς περιελίξαι».