ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ησυσσώρευση χώματος για ανύψωση του εδάφους, κατασκευή φράγματος ή πλήρωση κοιλότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχωματώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].