ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α)αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»].