ἐπιτηδευτός

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηδευτός Medium diacritics: ἐπιτηδευτός Low diacritics: επιτηδευτός Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: epitēdeutós Transliteration B: epitēdeutos Transliteration C: epitideftos Beta Code: e)pithdeuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A artificial, counterfeit, Sch.Il.5.831.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηδευτός: -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικός, Συνέσ. 63C.

Greek Monolingual

ἐπιτηδευτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός.
επίρρ...
ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α)
με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση.