ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young
-α, -ο (Α ἐρωτοπλάνος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις2. αυτός που παρασύρει σε ερωτική ακολασίααρχ.αυτός που εξαπατά το ερωτικό πάθος, που το κάνει να ξεχνιέται.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πλάνος < πλανώ].