ερίβρομος

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐρίβρομος, -ον (Α)
1. αυτός που φωνάζει δυνατάεἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.)
2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.)
3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βρόμος «βροντή»].