ερικτέανος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

ἐρικτέανος, -ον (Α)
ο πλούσιος, αυτός που έχει αποκτήσει πολλά («ἐρικτέανοι βασιλῆες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτέανον «κτήμα, περιουσία» < κτώμαι].