ερικτέανος

From LSJ

Greek Monolingual

ἐρικτέανος, -ον (Α)
ο πλούσιος, αυτός που έχει αποκτήσει πολλά («ἐρικτέανοι βασιλῆες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτέανον «κτήμα, περιουσία» < κτώμαι].