Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ἐρικτέανος, -ον (Α)ο πλούσιος, αυτός που έχει αποκτήσει πολλά («ἐρικτέανοι βασιλῆες», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτέανον «κτήμα, περιουσία» < κτώμαι].