τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
ἐρυκανῶ, -άω (Α)(ποιητ. αντί ερύκω) κωλύω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, κρατώ.