ερυκανώ

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

Greek Monolingual

ἐρυκανῶ, -άω (Α)
(ποιητ. αντί ερύκω) κωλύω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, κρατώ.