εξαγορά

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἐξαγορά)
1. αντίτιμο («να δώσετε εξαγορά της γής»)
2. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («εξαγορά αιχμαλώτων»)
νεοελλ.
1. αγορά στο ακέραιο («η εξαγορά του μεριδίου τών συγκληρονόμων»)
2. δωροδοκίαεξαγορά των δικαστών, συνειδήσεων»)
3. αποζημίωσηχωρίς καμιά εξαγορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγορά].