εξαγορά
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
η (Μ ἐξαγορά)
1. αντίτιμο («να δώσετε εξαγορά της γής»)
2. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («εξαγορά αιχμαλώτων»)
νεοελλ.
1. αγορά στο ακέραιο («η εξαγορά του μεριδίου τών συγκληρονόμων»)
2. δωροδοκία («εξαγορά των δικαστών, συνειδήσεων»)
3. αποζημίωση («χωρίς καμιά εξαγορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγορά].