ερημόσπιτο

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

το
1. το σπίτι που βρίσκεται στην ερημιά, το ερημικό σπίτι
2. το εγκαταλελειμμένο, το ρημαγμένο, το κατερειπωμένο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + σπίτι].