εξαγνιστήριος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
-α, -ο
αυτός με τον οποίο γίνεται ο εξαγνισμός, εξιλαστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].