Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
η (Α ἀδολεσχία) ἀδολέσχης
πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρία («ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3)
αρχ.
1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία
2. συνομιλία, ομιλία.