αδολεσχία

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

η (Α ἀδολεσχία) ἀδολέσχης
πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρίαἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3)
αρχ.
1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία
2. συνομιλία, ομιλία.