αδολεσχία

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀδολεσχία) ἀδολέσχης
πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρίαἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3)
αρχ.
1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία
2. συνομιλία, ομιλία.