αδολεσχία

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

η (Α ἀδολεσχία) ἀδολέσχης
πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρίαἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3)
αρχ.
1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία
2. συνομιλία, ομιλία.