αδιανόητος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιανόητος, -ον)
αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος
αρχ.
1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται
2. μωρός, ανόητος
3. απερίσκεπτος, αστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διανοοῦμαι.
ΠΑΡ. ἀδιανοησία μσν. ἀδιανοητεύομαι.