ἀδιανόητος
English (LSJ)
ἀδιανόητον,
A unintelligible, ἀδιανόητα σκώπτειν Did. ap. Sch.Ar.V.1309. Adv. ἀδιανοήτως D.H. Rh.9.16.
2 inconceivable, Pl.Sph.238c, Epicur.Fr.606, cf. Ep. 2p.43U., Phld.Sign.12, al., Arr.Epict.2.20.18, S.E.M.8.389.
II Act., not understanding, silly, Arist.Fr.90; unreflecting, Phld.Ir. p.23 W.; τὸ ἀ. τοῦ πλήθους Id.Rh.2.40 S. Adv. ἀδιανοήτως Pl.Hp.Ma. 301c.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inconcebible, impensable τὸ μὴ ὄν Pl.Sph.238c, cf. 241a
•Epicur.Ep.[3] 97, Phld.Sign.15.37, Phld.Ir.6.22, Arr.Epict.2.20.18, S.E.M.8.389.
2 ininteligible λέξεις Plb.3.36.3, ἀμφιβολία Eust.866.56
•neutr. plu. subst. οἱ μὲν αὐληταὶ φυσῶντες ἀδιανόητα soplando los flautistas ininteligibles sones Plb.30.22.8, ἀδιανόητα σκώπτει ἐνταῦθα Did.CP 14.63 (p.259).
II que no entiende, que no reflexiona, tonto Arist.Fr.90
•subst. τὸ ἀδιανόητον τοῦ πλήθους Phld.Rh.2.40.
III adv. ἀδιανοήτως = sin reflexionar, tontamente Pl.Hp.Ma.301c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιανόητος: -ον, ἀκατανόητος, Πλάτ. Σοφ. 238C. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐννοῶν, εὐήθης, βλάξ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 77: - Ἐπιρρ. -τως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301C.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιανόητος:
1 непостижимый, непонятный (ἀ. καὶ ἄρρητος Plat.; παράδειγμα Plut.);
2 непонятливый, неразумный (sc. ἄνθρωπος Arst.).
German (Pape)
unbegreiflich, Plat. Soph. 231c, 241a, mit ἄλογος verb.
• Adv. unbesonnen, ἀλογίστως καὶ εὐηθῶς καὶ ἀδ. διάκεισθε Plat. Hipp. mai. 301c.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий