τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
ἄδραστος και ιων. ἄδρηστος, -ον (Α) διδράσκω(για δούλους) αυτός που δεν δραπετεύει ή δεν προτίθεται να δραπετεύσει («ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα»).