δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
ἀεισέβαστος, -ον (AM)
ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση του λατ. semper Augustus)
η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι.