ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
το αερίζω1. χειροκίνητο όργανο για τον αερισμό του προσώπου κυρίως, βεντάλια, αερίστρα.