αεριούχος
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
-ο
αυτός που περιέχει αέριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + -ούχος < έχω
απόδοση στα Ελληνικά της γαλλ. φράσης contenant du gaz].