αθλητής

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. -ήτρια)
αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα
(αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος
μσν.- νεοελλ.
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για τους χριστιανούς μάρτυρες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθλῶ.
ΠΑΡ. αθλητικός, αθλητισμός].