ευπρόσοδος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσοδος, -ον)
(για τόπους) αυτός προς τον οποίο είναι εύκολη η πρόσβαση, ο ευπρόσιτος
αρχ.
1. (για πρόσ.) ευπρόσιτος, ευπροσήγορος, καταδεκτικός
2. ενεργ. αυτός που πλησιάζει εύκολα, ο ευάγωγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρόσ-οδος].