ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
εὐκέλαδος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί καλά, ο μελωδικός, ο αρμονικός («εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κέλαδος «αρμονικός ήχος» (πρβλ. δυσ-κέλαδος, Εγ-κέλαδος)].