ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
εὐθύπνους, -ουν και εὐθύπνοος, -οον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.)
2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -πνους (< πνόος < πνοή), πρβλ. πυρί-πνους, ά-πνους].