γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
εὐθυγενής, -ές (ΑΜ)1. ο πρωτότοκος2. ο νεογέννητος3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γενής < γένος (πρβλ. α-γενής, ευ-γεννής)].