εὐθυγενής

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠγενής Medium diacritics: εὐθυγενής Low diacritics: ευθυγενής Capitals: ΕΥΘΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: euthygenḗs Transliteration B: euthygenēs Transliteration C: efthygenis Beta Code: eu)qugenh/s

English (LSJ)

prob. f.l. for -τενής in Suid., Phot.

Greek Monolingual

εὐθυγενής, -ές (ΑΜ)
1. ο πρωτότοκος
2. ο νεογέννητος
3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γενής < γένος (πρβλ. αγενής, ευγεννής)].