Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιθέριος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἰθέριος, -ία, -ιον) αἰθήρ
αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αιθέρα
νεοελλ.
1. ο όμοιος με τον αιθέρα, λεπτός, άυλος, διαφανής, αέρινος
2. Χημ. αιθέρια έλαια
έλαια που βρίσκονται σε διάφορα μέρη τών φυτών
μσν.
υπέροχος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στον αιθέρα, ο ουράνιος
2. επίθ. του Διός.