Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Αιγύπτιος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454

Greek Monolingual

-ια και -ία (Α Αἰγύπτιος, -ιον)
ως ουσ. κάτοικος της Αιγύπτου ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
νεοελλ.
προσωνυμία τών Κοπτών
αρχ.
1. ως επίθ. αιγυπτιακός
2. ως κύριο ανδρικό όνομα, η λ. Αιγύπτιος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τύπο ai-ku-pi-ti-jo.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αίγυπτος.
ΠΑΡ. αρχ. αἰγυπτιάζω, αἰγυπτιστί, αἰγυπτιῶ, αἰγυπτιώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιγυπτιοδίφης, αιγυπτιολόγος].