αισχροκέρδεια

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α αἰσχροκέρδεια) αἰσχροκερδής
νεοελλ.
1. αθέμιτη κερδοσκοπία
2. (νομ.) η πραγματοποίηση υπερβολικού, παράνομου κέρδους με νοθεία, απάτη ή πώληση του εμπορεύματος σε υψηλότερες τιμές από αυτές που καθορίζει η αγορανομία
αρχ.
1. αισχρό, αθέμιτο κέρδος
2. υπερβολική, αισχρή επιθυμία κέρδους, φαύλη πλεονεξία.