ακάρδιος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

-α, -ον (Α ἀκάρδιος -ον) καρδιά, καρδία
εκείνος που δεν έχει καρδιά
νεοελλ.
1. μτφ. άτολμος, δειλός
2. μτφ. ανόητος
3. αναίσθητος, ασυγκίνητος
4. (για ξύλο) αυτό που δεν έχει καρδιά, δεν έχει εντεριώνη.