νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
-α, -ον (Α ἀκάρδιος -ον) καρδιά, καρδία
εκείνος που δεν έχει καρδιά
νεοελλ.
1. μτφ. άτολμος, δειλός
2. μτφ. ανόητος
3. αναίσθητος, ασυγκίνητος
4. (για ξύλο) αυτό που δεν έχει καρδιά, δεν έχει εντεριώνη.