ακάρδιος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

-α, -ον (Α ἀκάρδιος -ον) καρδιά, καρδία
εκείνος που δεν έχει καρδιά
νεοελλ.
1. μτφ. άτολμος, δειλός
2. μτφ. ανόητος
3. αναίσθητος, ασυγκίνητος
4. (για ξύλο) αυτό που δεν έχει καρδιά, δεν έχει εντεριώνη.