ακαπνία
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
η Ιατρ.
ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος < α- στερητ. + καπνός.