ζωντόβολο
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek Monolingual
το (Μ ζωντόβολο[ν])
(για βόδια, άλογα κ.ά. κατοικίδια ζώα) ζώο, κτήνος
νεοελλ.
1. (μτφ. για πρόσ., υβριστικά) αυτός που είναι τόσο ανόητος ώστε δεν διαφέρει από ζώο
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδράνθρωπος, αγροίκος
μσν.
1. κατοικίδιο ζώο
2. (περιλπτ.) το σύνολο τών κατοικίδιων ζώων κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζωντόβολο(ν) από τον πληθ. ζωντόβολα, τα < μτχ. ζώντα + -βολα < -βολος (< βάλλω), το οποίο εν προκειμένω έχει περιεκτική σημ. («πολλά ζώα»)].