θαλαμίσκος
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
Greek Monolingual
ο
(υποκορ. του θάλαμος)
1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι
2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό του οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. -ισκος (πρβλ. λοφ-ίσκος, υπαλληλ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείτλαι από το 1851 στο περ. (Νέα) Πανδώρα].