ἡδυντός
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ή, όν,
A seasoned, πίσσα, στέαρ, Hp.Mul.1.88, 2.205.
German (Pape)
[Seite 1153] gewürzt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυντός: -ή, -όν, ἠρτυμένος, παρεσκευασμένος ἀρώμασι, πίσσα, στέαρ Ἱππ. 672. 12., 679. 21.
Greek Monolingual
ἡδυντός, -ή, -όν (Α) ηδύνω
παρασκευασμένος με καρυκεύματα, με αρώματα.