Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
-η, -ο
αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμο-κίνητος, χειρο-κίνητος].