ηλεκτροκίνητος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμο-κίνητος, χειρο-κίνητος].